Εκτινάσσομαι αχόρταγα
Ν’ απλώσω, να βρεθώ
Κοντά στο Φως μου να φανώ,
Μια κι Ύλη ακόμη μ’ ονομάζω.
Εκτίναξη κι αιώρηση,
Ταλάντωση τ’ ακραίου,
Της φύσης μου τ’ ανίερο,
το σταθερό το χούι.
Οσφρίζομαι πατήματα,
μες το βρεγμένο χώμα.
Τα μισερά, τ’ ανένταχτα,
Του φόβου παραπαίδια
Σέρνουν την μούχλα κατά κει
που ο δρόμος δεν τους βγάνει
Γιατί ξεχάσανε πως εύκολα
Σηκώσανε τα τείχη
Και σπρώξανε κι αφήσανε
Την ευμορφιά απ’ έξω.
Και τώρα την ανακαλούν
και με θωριά γιγάντου
Κραυγάζουν με αντίλαλο
Μπας και βρεθούν μπροστά της.
-Ώ, ευμορφιά πού χάθηκες;
Πώς πλάνεψα το βήμα
Κι ακόμη μια φορά ξαστόχησα
Και σ’ έχασα με πίκρα.
-Κι αν ξαστοχείς, εδώ σιμά
Ακούμπα στην καρδιά σου.
Σταμάτησε για μια στιγμή,
Ακούμπα, αφουγκράσου.
Ξέρει να οδηγεί, καλύτερα απ’ όλους
Σαν πάρεις το κατόπι της,
Σε ξέρα θα σε βγάλει
Γεμάτη χλόη παχυλή,
Με φτέρη και θυμάρι.
Θυμήσου πως απ’ την αρχή
Συμφώνησες να παίξεις
Μα με το πέρας του καιρού
Το ξέχασες, βολεύτηκες
Στον ύπνο για να τρέξεις.
Κλείνω τα ματοτσίνορα
βαριά μέσα στον ύπνο
Σφαλίσανε κι αφήσανε
Τη μνήμη να ξεφύγει.
Καρδιά μου, απάλλαξε με
από τους ήχους της βροχής,
Και τις κραυγές της νύχτας.
Δώσε μου βήματα στεγνά,
να τρέξω να προφτάσω
Τη μνήμη να φέρω μπρος εδώ,
Στο Τώρα να εντάξω.
Κι έτσι και εν-θυμηθώ…
ΑΓAΠΗ θα χορτάσω!
Αυτές οι πληροφορίες δημιουργήθηκαν για να κυκλοφορούν και διανέμονται ελεύθερα, αρκεί να περιλαμβάνουν τις λέξεις “Copyright υλικού © Χρυσή Μπέρου, www.berou.gr“