Πού πάτε και τι βαρυγκωμάτε;
Φροντίδα, ανένταχτη,
τραχιά
αντάμωσε στον ίσκιο της βερυκοκκιάς.
Πατέρα, εσύ;
Μη με ακούς;
Μη τ’ άγρυπνο το βλέμμα
ρίχνεις απάνω μου;
Τηράς
την Ήλιου θυγατέρα,
κόρη τ’ αγρού,
κόρη ξανθή;
Ποιος είναι εκεί
και δεν τολμώ να δω;
Ποιος τον ώμο μου ακουμπά
στ’ αριστερά μου πάλι;
Αφήνομαι στ’ αλλούτερου
του χαμογέλιου δάκρυ
Γαργάλημα η αίσθησις
του φεγγαριού απάνου
στο μάγουλο της ανθοστολισμένης.
Θάλασσα’ κούω
κύμα βαρύ
ήχος από μακρόθεν.
Κύμα η ζωή
ασυγκράτητο
χάνομαι στο βυθό της.
Ξαστόχησα πολλές φορές
δεν βαριαναστενάζω.
Αγάπησα πολλές φορές
την κούπα μου τινάζω.
Σχίζ’ η πνοή τα σύννεφα
πνοή, θορύβου κόρη
μα καρτερώ τ’ ασήμαντο
του γυρισμού το βόλι.
Καρδιά κι αν επερπάτησες
άνθη μύρια σε λούζουν
βωδιάζεις λύτρωση
τρανή
κι ας χάθηκες μες τη στροφή.
Στη σέλα ‘νέβασες ξανά
δυό χτύπους
έδωσες και μια
κι αυτοί τον κόσμο αρχινούν
να φτιάχνουν
γι’ άλλη μια φορά.
Αυτές οι πληροφορίες δημιουργήθηκαν για να κυκλοφορούν και διανέμονται ελεύθερα, αρκεί να περιλαμβάνουν τις λέξεις “Copyright υλικού © Χρυσή Μπέρου, www.berou.gr“